Υποθέσεις ΜΑΕΚ


Case Study Description

Το 2013 η εταιρία μας ανέλαβε την εκπροσώπηση εκατοντάδων κατόχων σύνθετων επενδυτικών προϊόντων ΜΑΕΚ που εκδόθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου και προωθήθηκαν αδιακρίτως στο πελατολόγιό της σε όλη την Ελλάδα μέσω των καταστημάτων της. 

Επρόκειτο για μία υπόθεση σύνθετη νομικά, με μεγάλο όγκο εξαπατηθέντων πελατών από όλη την Ελλάδα, με δυσκολίες στη συλλογή αποδείξεων και δυσνόητους χρηματοοικονομικούς όρους. Καταφέραμε, ωστόσο, με προσήλωση στο έργο μας και σεβόμενοι την εντολή που είχαμε λάβει να αποδείξουμε ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων της χώρας μας το μέγεθος της απάτης που συντελέστηκε σε βάρος των εντολέων μας. 

Σήμερα, 8 χρόνια μετά έχει ήδη κριθεί αμετακλήτως ότι η συμπεριφορά της Τράπεζας ήταν παράνομη και ήταν αυτή που προκάλεσε την ζημία των εντολέων μας δεδομένου ότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στους ενάγοντες η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσης και να αποφασίσουν εάν θα προβούν σε αυτήν.

Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, ασφαλώς, στηρίχθηκαν σε ακράδαντα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσαμε. Με αυτές κρίθηκε ότι ο δόλος της Τράπεζας δεν είναι απλώς μία καταλογιστέα σε αυτήν κακόβουλη ενέργεια εκ μέρους ενός μεμονωμένου υπαλλήλου, αλλά η κατάστρωση, οργάνωση και υλοποίηση ενός σχεδίου αξιοποίησης των χρημάτων τους ως αναχώματος για την απορρόφηση των ζημιών της και των κινδύνων που προκαλούσε η επενδυτική της πολιτική. Αποδείξαμε ότι οι εντολείς ήταν εξαρχής και εν αγνοία τους το ασφάλιστρο κινδύνου της Τράπεζας διότι παραπλανημένοι από τους τραπεζικούς υπαλλήλους καταπείσθηκαν να τοποθετήσουν τις αποταμιεύσεις τους σε προϊόντα, μειωμένης διασφάλισης, άληκτα, με όρους υποχρεωτικής ακύρωσης τόκων και μετατροπής σε μετοχές, άκρως ριψοκίνδυνα που κυκλοφορούσαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τα οποία ήταν εξαρχής σχεδιασμένα για να απορροφούν τις ζημιές (παρούσες και μελλοντικές) της τράπεζας και να αποκαθιστούν την κλονισμένη κεφαλαιακή επάρκεια της.

Οι κρίσεις των Δικαστηρίων στηρίχθηκαν σε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως:

  • εσωτερικά έγγραφα με επιχείρηματα πώλησης των προϊόντων προς τους υπαλλήλους στα οποία τους ζητούν ρητά να τα προωθούν ως εξίσου ασφαλή με την προθεσμιακή κατάθεση και επωφελέστερο επιτόκιο, 
  • λίστες με συγκεκριμένη στοχοθέτηση για άντληση χρημάτων από συγκεκριμένους πελάτες με προθεσμιακές καταθέσεις, 
  • αποφάσεις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και Ελλάδας (για παροχή επενδυτικής συμβουλής, κατάχρηση αγοράς, ελλιπείς πληροφορίες στο ενημερωτικό δελτίο των ΜΑΕΚ ως προς την οικονομική της κατάσταση, για απόκρυψη ζημιών από τις οικονομικές της καταστάσεις με αποτέλεσμα την παρουσίαση μιας πλασματικής οικονομικής κατάστασης)
  • στο γεγονός ότι η τράπεζα αύξησε την έκθεσή της σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου το 2010 σε δυσθεώρητα για το μέγεθός της ύψη (2.4 δισεκατομμύρια ευρώ) προκειμένου να επωφεληθεί από τους τόκους, την στιγμή μάλιστα που τα ίδια κεφάλαιά της ήταν 2.5 δις (ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΟ 80%) και εν συνεχεία απέκρυψε μέσω λογιστικών τεχνασμάτων ζημιές της από αυτά παραπλανώντας το επενδυτικό κοινό για την δήθεν φερεγγυότητά της. Σχετικώς το ζήτημα αυτό αποδείξαμε με ειδική πραγματογνωμοσύνη που συντάχθηκε για τους εντολείς μας από διεθνή ελεγκτικό οίκο.

Βρισκόμαστε στο σημείο που έχουμε καταφέρει να εισπράξουν οι εντολείς μας αποζημιώσεις άνω των 25.000.000 ευρώ από την τράπεζα και αναμένεται η τελεσιδικία και των λοιπών ομαδικών υποθέσεων. 

Συνοπτικά: 

Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 18 τελεσίδικες αποφάσεις για εντολείς μας με τις οποίες καταδικάστηκε η τράπεζα να καταβάλει και κατέβαλε αποζημιώσεις και συγκεκριμένα έχουν εκδοθεί οι εξής αποφάσεις:

  1. ΤρΕφΑθ 2365/2018
  2. ΤρΕφΑθ 2366/2018
  3. ΤρΕφΑθ 4507/2018
  4. ΤρΕφΑθ 4509/2018
  5. ΤρΕφΑθ 2201/2019
  6. ΤρΕφΑθ 4356/2019
  7. ΤρΕφΑθ 4250/2019
  8. ΤρΕφΑθ 5431/2019
  9. ΤρΕφΑθ 7120/2019
  10. ΤρΕφΑθ 439/2020
  11. ΤρΕφΑθ 4173/2020
  12. ΤρΕφΑθ 3255/2020
  13. ΤρΕφΑθ 6256/2020
  14. ΤρΕφΑθ 6638/2020

Η ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Με τις υπ’ αριθμ. 1182/2021 και 1183/2021 αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκαν οι αιτήσεις αναίρεσης της τράπεζας κατά των υπ’ αριθμ. 4507/2019 και 4509/2019 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και κατά εντολέων μας και έτσι οι τελευταίες αυτές αποφάσεις κατέστησαν αμετάκλητες.

Οι αποφάσεις αυτές είναι εξόχως σημαντικές καθώς κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

–          Ο ειδικός νόμος του 2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα κυπριακά διατάγματα που επικαλείτο η τράπεζα ως δήθεν απρόοπτα γεγονότα που αναιρούσαν την προγενέστερη παράνομη συμπεριφορά της «αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας»

–          Οι εντολείς μας, υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Συνεπώς, έκρινε ο Άρειος Πάγος «η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας τράπεζας».

–          «Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια».

–          «Η ζημία είχε ήδη επέλθει με την καταβολή των χρηματικών ποσών για την αγορά των άληκτων υβριδικών τίτλων, η οποία ζημία απλώς πιστοποιήθηκε το 2013».

Έχει κριθεί πλέον αμετακλήτως ότι τα προϊόντα της εναγόμενης τράπεζας ως μειωμένης διασφάλισης, άληκτα, με όρους αναγκαστικής ακύρωσης τόκων και, μονομερώς, υποχρεωτικά μετατρέψιμα σε μετοχές, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου και μηδενικού κινδύνου. Αντιθέτως ο προορισμός των προϊόντων αυτών ήταν η ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας και η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς της. Συνεπώς οι εντολείς μας υπέστησαν ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων και την απατηλή συμπεριφορά των υπαλλήλων της τράπεζας, η οποία και οδήγησε αιτιωδώς στη ζημία τους, η οποία συνίσταται στο ποσό που ο καθένας κατέβαλε για την αγορά των προϊόντων αυτών. 

Ιδίως αναφορικά με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας παρατίθεται ένα απόσπασμα από την με αρ. 1183/2021 απόφαση ΑΠ:

«Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, όπως αυτός συμπληρώνεται με το σχετικό σκέλος του πρόσθετου λόγου της, η αναιρεσείουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ και παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των ως άνω κανόνων αλλά και κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους κανόνες αυτούς (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών της απόφασης για ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα παραπονείται για σφάλμα του Εφετείου ως προς το ότι δεν δέχθηκε ότι η ψήφιση, στις 22/3/2013 του νόμου για την εξυγίανση, των κυπριακών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί διακοπτικό γεγονός του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας ενώ όσον αφορά τους δεύτερο, ένατο και δέκατο των εναγόντωνδιακοπτικό γεγονός αποτελεί η οικειοθελής μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές τον Μάρτιο του 2012. Όμως, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά τις πιο πάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε δεχόμενο, ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας αντίκειται, στα χρηστά ήθη και στις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3606/2007 και ως εκ τούτου είναι παράνομη, ότι μεταξύ αυτής της συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας των εναγόντων- αναιρεσίβλητων υφίσταται αιτιώδης, υπό την έννοια της πρόσφορης αιτιότητας, σύνδεσμος, αφού η αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης – αναιρεσείουσας, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων,, να επιφέρει τη ζημία αυτή, την οποία, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα, ως άνω, παραδοχές του και επέφερε στην συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, η οποία (ζημία) δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Ορθά, επίσης, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε με την μεσολάβηση της ψήφισης του ειδικού νόμου στις 22.3.2013 και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα τής Κεντρικής Τράπεζας τής Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση. […] Με βάση, ωστόσο, όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των εναγόντων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το έπελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ σε μετοχές, τα οποία επομένως αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκείμενη επένδυση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές ενάγοντες δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν, από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Δεν θα είχαν επενδύσει καθόλου και θα είχαν διατηρήσει στην περιουσία τους τα ποσά που επενδύθηκαν. Η αγορά των ένδικων ομολογιών αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολογιών, άρα και η ίδια η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας τράπεζας. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση) η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι ενάγοντες τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Όπως το Εφετείο δέχεται, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση, συμβουλή και αδικοπρακτική συμπεριφορά της τράπεζας, οι ενάγοντες δεν θα αγόραζαν τα ένδικα ΜΑΕΚ και δεν θα υφίσταντο την ζημία αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι υπό κανονικές συνθήκες οι επενδυτές δεν θα είχαν προχωρήσει στη συγκεκριμένη επένδυση και ότι συνεπώς η ζημία συνίσταται τελικά στα ίδια τα ποσά που επενδύθηκαν. Επομένως, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. […] Εφόσον λοιπόν η ζημία των εναγόντων, κατά τις ανωτέρω “αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, δεδομένου ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγόμενης, οι ενάγοντες διέθεσαν στην αναιρεσείουσα τα (ισόποσα με τη ζημία τους) χρηματικά ποσά και έλαβαν ως αντιπαροχή, όχι αυτό που προσδοκούσαν, ήτοι προϊόντα με χαρακτηριστικά βέβαιης και ασφαλούς τραπεζικής προθεσμιακής κατάθεσης, αλλά άληκτους υβριδικούς τίτλους χωρίς καμία υποχρέωση της εναγομένης για εξαγορά τους, αφού μόνο προαιρετικό ήταν το δικαίωμά της αυτό, υπάρχει δηλαδή χρονική σύμπτωση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της προκληθείσας εξ αυτού ζημίας, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή της από τον, μεταγενέστερο, ειδικό νόμο της 22.3.2013 «περί Εξυγίανσης Τραπεζικών και Άλλων Ιδρυμάτων» και τα κατ’, εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντα Διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την θέση της αναιρεσείουσας σε εξυγίανση και την μετατροπή των ΜΑΕΚ, σε μετοχές, που αποτελούν γεγονότα νομικά αδιάφορα ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Η κεφαλαιακή ανεπάρκεια της αναιρεσείουσας προκάλεσε την ως άνω κρατική παρέμβαση και όχι η κρατική παρέμβαση την ανεπάρκεια. […]»